ἀγυιάτης

ἀγυιάτης
ἀγυιά̱της , Ἀγυιεύς
guardian of the streets and highways
masc nom sg
ἀγυιάτης
inhabitants of an
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγυιάτης — Προσωνύμιο του θεού Απόλλωνα. Τον αποκαλούσαν έτσι ως προστάτη των δρόμων (αγυιών). Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και θρησκευτική τελετή λατρείας του ίδιου θεού. * * * ἀγυιάτης, ο (θηλ. άτις) (Α) [ἀγυιά] 1. αυτός που αναφέρεται στην αγυιά, τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀγυιάτ' — ἀγυιά̱τᾱͅ , Ἀγυιεύς guardian of the streets and highways masc dat sg (doric aeolic) ἀγυιάτα , ἀγυιάτης inhabitants of an masc voc sg ἀγυιάτα , ἀγυιάτης inhabitants of an masc nom sg (epic) ἀγυιάται , ἀγυιάτης inhabitants of an masc nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Agýievs — AGÝIEVS, ëi, Græc. Ἀγυιεὺς, έως, oder welches einerley ist, Agyiata, æ, Gr. Ἀγυιάτης, ου, Steph. Byz. in Ἀγυια. ein bekannter Beynamen des Apollo, welchen er von ἀγυιὰ, eine Gasse in einer Stadt, hat, weil er für einen Vorsteher derselben… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Υγιάτης — ὁ, ΜΑ (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που χορηγεί, που παρέχει υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, κατά το Ἀγυιάτης] …   Dictionary of Greek

  • αγυιά — και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α) 1. οδός, δρόμος, λεωφόρος 2. θαλάσσιος δρόμος 3. σύνολο δρόμων, πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση τού τόνου. ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς. ΣΥΝΘ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”